E-TEEN GIRLS!
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

am einai megalo, alla mpeite an 8eletee!

Πήγαινε κάτω

am einai megalo, alla mpeite an 8eletee! Empty am einai megalo, alla mpeite an 8eletee!

Δημοσίευση  InspiredFlame 22.11.10 22:23

Very Happy einai mia istoria agaphs me ''terata'' kapws. den exw gra4ei polu gia ta sunh8ismena oria. alla isws sas fanei esas polu. deite too!

Δεν χαίρομαι καθόλου που φεύγω από το Τζάκσονβιλ. Δεν θα μου λείψει ο βροχερός καιρός ή το σπίτι μου. Είναι κάτι άλλο που με κρατάει εδώ. Είναι ο μπαμπάς μου, οι φίλοι μου, το σχολείο μου. Ο μπαμπάς μου, μετά τον χωρισμό του με την μαμά μου, είναι μόνος και δεν μπορεί να φροντίσει μόνος του τον εαυτό του. Παραγγέλνει συνέχεια πίτσες, και τα κομμάτια που περισσεύουν είναι για την επόμενη μέρα, κρύα και σχεδόν μουχλιασμένα. Το σπίτι είναι σε άσχημη κατάσταση πάντα, αφού δεν ξέρει να καθαρίζει και δεν υπάρχουν καθόλου απορυπαντικά εκεί μέσα. Μου λείπει ακόμη και με τη σκέψη ότι θα φύγω. Δεν σηκώνω κουβέντα για τους φίλους μου. Θα μου λείψουν σίγουρα οι πλάκες μας και τα αστεία μας, και αμφιβάλλω αν θα κάνω φίλους στο Χιούστον. Όσο για το σχολείο, δεν είναι ότι τρελαίνομαι για αυτό. Απλά οι βαθμοί μου είναι άριστοι και οι δάσκαλοι με ξέρουν καλά. Θα είναι δύσκολο στο καινούριο σχολείο που θα πάω.
Η αυτοπεποίθησή μου έχει χαθεί εντελώς τον τελευταίο καιρό, και δεν νομίζω ότι θα την ανακτήσω ξανά. Εύχομαι να είμαι αόρατη σαν νίντζα -που μόνο στην φαντασία μου θα συμβεί αυτό- στο νέο σχολείο στο Χιούστον. Θα κλειστώ στο ατσάλινο καβούκι μου και δεν θα ξαναβγώ.

<<Τζέιν! Φεύγουμε! >> φώναξε ο μπαμπάς μου.
<<Έρχομαι μπαμπά >> του απάντησα βιαστικά, ενώ κατέβαινα τις σκάλες τρέχοντας για να πάρω τις βαλίτσες. Ήταν στο πεζοδρόμιο έξω από το σπίτι και έκανε χώρο στο πορτ παγκάζ για να χωρέσουν οι βαλίτσες μου. Έχωσα αδέξια δύο μάυρες μεγάλες βαλίτσες και ένα σακίδιο. Ο μπαμπάς έκλεισε το πορτ παγκάζ και βημάτισε γρήγορα προς την θέση του οδηγού για να ξεκινήσουμε. Εγώ μπήκα στην θέση του συνοδηγού και βολεύτηκα καλά, για να περάσω άνετα την ώρα μου μέχρι να φτάσουμε επιτέλους στο σπίτι της Πεγκ, της μαμάς μου.
Με πήρε ο ύπνος στην διαδρομή, και ένιωσα ένα σκούντηγμα στο δεξί μου μπράτσο. Ξύπνησα και κοίταξα τριγύρω. Κατάλαβα ότι είχαμε φτάσει στο σπίτι της μαμάς -επιτέλους-. Ήταν βροχερή μέρα και ο ουρανός ήταν μουντός. Βγήκα από το αυτοκίνητο και ένιωσα τις ψιχάλες της βροχής στο πρόσωπο και στους ώμους μου. Το σπίτι της Πεγκ ήταν σχετικά μικρό, αλλά πολύ όμορφο. Είχε γύρω γύρω κήπο, και περιβόλια με άγριες τριανταφυλλιές. Πίσω από τον κήπο, υπήρχε ένα μονοπατάκι με πέτρες, που οδηγούσε σε κάποιο δάσος. Ένα μουντό, γεμάτο δέντρα δάσος. Το σπίτι εσωτερικά είχε ένα υπνοδωμάτιο, μία κουζίνα, ένα μπάνιο και ένα σαλόνι. Στον πάνω όροφο, υπήρχε ένα γραφείο και μία μικρή σοφίτα, που την χρησιμοποιούσε πάντα σαν αποθήκη.
Η Πεγκ ήταν πολύ όμορφη και ευγενική. Τα ξανθά λαμπερά μαλλιά της ανέμιζαν στον αέρα, την ώρα που στεκόταν στην ξύλινη κεντρική πόρτα του σπιτιού και με περίμενε με ένα εκθαμβωτικό χαμόγελο. Τα γαλανά της μάτια έμοιαζαν σαν μία απέραντη θάλασσα. Ήταν λεπτεπίλεπτη και καλοσυνάτη, και είχε πάντα καλό γούστο στα ρούχα που φορούσε. Έκανε μερικά βήματα προς το μέρος μου και άνοιξε τα χέρια της σηκώνοντάς τα προς τα πάνω ταυτόχρονα, σχηματίζοντας μία αγκαλιά. Την αγκάλιασα τρυφερά για μία στιγμή που φάνηκε να κρατάει για πολύ.

<<Αχ, Τζέιν! Πόσο χαίρομαι που είσαι εδώ! >> είπε με χαρούμενη φωνή, << Μου έλειψες πάρα πολύ! >> πρόσθεσε με έναν μελαγχολικό τόνο στην φωνή της. Έκανε ένα βήμα πίσω για να με κοιτάξει.
<<Και εμένα μου έλειψες, μαμά >> είπα, αλλά δεν φάνηκε τόσο πειστικό όσο ήθελα.

Ο μπαμπάς μου, ο Λάρι, έφερε τις βαλίτσες μου μέσα στο σπίτι, και ακολούθησα εγώ με την Πεγκ. Εγώ κοντοστάθηκα για μια στιγμή στο κούφωμα της πόρτας και κοίταξα την παχιά γκρι κουβέρτα από σύννεφα. Φαινόταν απειλιτική. Μπήκα μέσα, και αντίκρισα το όμορφο σαλόνι της Πεγκ. Στα δεξιά, υπήρχε ένας καναπές στο χρώμα του μπεζ, και ήταν γυρισμένος προς την τηλεόραση. Μία θεόρατη κατάμαυρη τηλεόραση, με γυαλιστερή οθόνη, που ήμουν σίγουρη πως ο Λάρι θα χαιρόταν να έβλεπε τους αγώνες μπέιζμπολ σ'αυτήν. Υπήρχε ακόμη ένα στρογγυλό ξύλινο τραπέζι στη μέση, και πάνω του βρισκόταν ένα γυάλινο βάζο με λευκούς μεγάλους, πανέμορφους κρίνους. Η κουζίνα δεν χωριζόταν με τοίχο από το σαλόνι. Όλος αυτός ο χώρος ήταν στρωμμένος με μία σκούρη μπεζ μοκέτα. Ανάμεσα από την κουζίνα και το σαλόνι, βρισκόταν μία καφέ ξύλινη, γυαλισμένη σκάλα. Δίπλα της είχε δύο πόρτες. Η μία φαινόταν ότι ήταν το δωμάτιο της Πεγκ, γιατί ήταν μισάνοιχτη. Η άλλη, αυτή που ήταν πιο κοντά στην σκάλα πρέπει να ήταν το μπάνιο.
Μόλις ανεβήκαμε την σκάλα, βρισκόμασταν σε ένα διάδρομο με ξύλινο πάτωμα, και υπήρχαν και εκεί δύο πόρτες. Στην μία ακουγόταν ο υπολογιστής του γραφείου που ήταν ανοιχτός.

<< Λοιπόν, Τζέιν, σου έχω μία έκπληξη! >> ανακοίνωσε με ενθουσιασμό η Πεγκ.
<< Βοήθησα κι εγώ λιγάκι >> είπε Λάρι διστακτικά, <<Άνοιξε την πόρτα, λοιπόν! >>

Άνοιξα την πόρτα αργά, ανυπομωνόντας να δω τι θα αντικρίσω στην παλιά σοφίτα. Έμεινα άφωνη. Που είχε πάει η παλιά σοφίτα, με τα σκονισμένα έπιπλα και τους ιστούς αράχνες στην γωνία; Στον τοίχο απέναντι που έβλεπα από την πόρτα, ένα μεγάλο παράθυρο με ημιδιάφανη κουρτίνα φώτειζε το δωμάτιο. Δίπλα, στον επόμενο τοίχο προς τα δεξιά, υπήρχε ένα γραφείο με μία άσπρη μοντέρνα καρέκλα με ροδάκια. Πάνω στο γραφείο ήταν ακουμπισμένη μία λάμπα, και δίπλα της μία μολυβοθήκη με πολλά φανταχερά πολύχρωμα στυλό και μολύβια. Στον τοίχο στα αριστερά, υπήρχε το κρεβάτι, στρωμμένο με λευκό φουσκωτό πάπλωμα και μαξιλάρια με απαλές ροζ μαξιλαροθήκες.
Προχώρησα από την πόρτα απέναντι, μέχρι το παράθυρο, και κοίταξα ενθουσιασμένη το δωμάτιο με μάτια διάπλατα ανοιχτά. Στον τοίχο που βρισκόταν τώρα απέναντι, ήταν ενσωματωμένη μία ντουλάπα με ασημένια πόμολα.

<< Είναι υπέροχο! Σας ευχαριστώ πολύ >> χαμογέλασα κοιτάζοντας ακόμη το δωμάτιο. Η ξύλινη στραβή σκεπή με εντυπωσίαζε πάντα, καθώς μου φαινόταν παράξενο να γέρνει προς την μεριά του γραφείου μου. Δεν είχα ξαναδεί κάτι παρόμοιο.
<< Χαιρόμαστε που σου αρέσει, Τζέιν >> είπε ακόμη χαμογελαστή η Πεγκ.
<<Θα σε αφήσουμε να ξεκουραστείς τώρα >> είπε και ο μπαμπάς μου αφήνοντας τις βαλίτσες στην είσοδο του δωματίου μου.

Κατάλαβα αμέσως. Αυτό δεν σήμαινε ξεκουράσου. Αυτό σήμαινε τακτοποίησε τις βαλίτσες σου. Στριφογύρισα το βλέμμα μου, και σηκώθηκα για να βάλω τα ρούχα μου στην ντουλάπα. Σκεφτόμουν ότι την ίδια στιγμή οι γονείς μου θα συζητούσαν για μένα και την προσαρμογή μου. Το πώς θα προσαρμοστώ στο καινούριο σχολείο, το πώς θα κάνω καινούριους φίλους, αν θα καταφέρω να ζήσω εδώ, στο Χιούστον. Με διαπέρασε ένα ρίγος, σκεφτόμενη τα προβλήματα που θα μπορούσα να αντιμετωπίσω. Να είμαι ολομόναχη στο σχολείο, να μην βγαίνω καθόλου και με κανέναν για όλη την χρονιά. Φοβόμουν. Προσπάθησα να μην φανταστώ την πρώτη μέρα στο σχολείο, που εγώ θα ερχόμουν με τα πόδια, δεκαέξι χρονών κορίτσι. Γιατί, στην Αμερική, ακόμη και στο πιο δυτικό μέρος από αυτήν, όλα τα παιδιά στο λύκειο χρησιμοποιούσαν αυτοκίνητο. Δεν ήθελα να φανταστώ και την ντροπή που θα ένιωθα. Τουλάχιστον δεν θα κυκλοφορούσα με ένα φθαρμένο βρώμικο σαραβαλάκι που θα πηγαίνει με είκοσι χιλιόμετρα την ώρα.
Επιτέλους τελείωσα με την ντουλάπα, και άκουσα τους γονείς μου να με φωνάζουν. Εγώ παραζαλισμένη από το άγχος κατέβηκα αδέξια την σκάλα. Κοίταξα τριγύρω, μα δεν ήταν πουθενά. Μάλλον με φώναζαν απ'έξω. Οι πρώτες ψιχάλες της βρόχης έπεσαν πάνω στο τζάμι του σαλονιού. Αναρωτιόμουν τι με ήθελαν έξω, μέσα στην βροχή. Πέρασα την ξύλινη πόρτα και κατέβηκα δύο μαρμάρινα σκαλάκια για να βγω έξω. Στα αριστερά μου, στον κήπο, υπήρχε κάτι μεγάλο και φουσκωτό καλυμμένο με ένα γκρι παλιό σεντόνι. Μπροστά του στέκονταν η Πεγκ και ο Λάρι.

<< Τι είναι αυτό;>> αναρωτήθηκα. Η Πεγκ είχε ένα πλατύ χαμόγελο που απλωνόταν σε όλο της το πρόσωπο.
<< Θα δεις! Είσαι έτοιμη; >> ρώτησε ενθουσιασμένη.
<< Αμέ! Ανυπομωνώ >>

Αμέσως μόλις τελείωσα την πρόταση, ο Λάρι σήκωσε το σεντόνι και άφησε το ογκώδες γιγάντιο αντικείμενο να φανεί. Έμεινα άφωνη. Εμφανίστηκε κάτω από το σεντόνι ένα μάυρο λαμπερό αυτοκίνητο, με ολοκαίνουριες γυαλιστερές ζάντες, κατάμαυρα λάστιχα και φιμέ τζάμια. Νομίζω ότι σε αυτήν την περίπτωση, αφού δεν θα καβαλούσα ένα σαράβαλο ή δεν θα πήγαινα με τα πόδια στο σχολείο, δεν χρειαζόντουσαν τα φιμέ τζάμια.

<< Ουάου! Αυτό είναι τρελό! Δεν μπορώ να το πιστέψω >> ξεφώνισα ξαφνιασμένη. Άνοιξα την πόρτα του οδηγού και χαίδεψα το δερμάτινο μπεζ κάθισμα. Το λάτρεψα το αυτοκίνητο. Ο Λάρι έσκυψε και μου παρέδωσε το κλειδί του αυτοκινήτου κουνώντας το κεφάλι κοροιδευτικά.
<< Μπαμπά, μαμά, μπορώ; >> είπα δειλά, προσπαθώντας να τους πείσω να με αφήσουν για ένα τεστ ντράιβ. Η Πεγκ έγνεψε καταφατικά, και εγώ έβαλα το κλειδί στην μίζα. Έκλεισα την πόρτα και ξεπάρκαρα.
Έκανα τον γύρο του τετραγώνου, και μετά έστρυψα για να γυρίσω πίσω. Κάτι όμως μου τράβηξε την προσοχή. Άφησα την μηχανή να ξεφησάει και να κάνει έναν βουβό θόρυβο. Κατέβηκα από το αυτοκίνητο και κατάλαβα ότι δεν έβρεχε πια. Πλησίασα αυτό το κάτι, που τελικά, ήταν ένα χαμόγελο. Ένα εκθαμβωτικό χαμόγελο με λευκά δόντια που άνηκε σε ένα πρόσωπο. Αναρίγησα από το κρύο, και μετά αναγνώρισα το πρόσωπο πιο ξεκάθαρα.

<< Τζέικ! Εσύ είσαι; >> ρώτησα για σιγουριά.
<< Ναι, Τζέιν! >> με επιβεβαίωσε. << Πόσο καιρό έχω να σε δω; >> πρόσθεσε.
<< Τελευταία φορά που ήρθα στο Χιούστον ήμουν δέκα χρονών >> ζάρωσα τα μάτια μου.
<< Άρα, έξι χρόνια. Σωστά; >> είπε σκεπτικός.
<< Ναι, γιατί τώρα είμαι δεκαέξι >> τον διαβεβαίωσα εγώ.

Τζέικ Νέικορντ. Παλιός και πραγματικός φίλος. Ήταν πανέμορφος. Με μαύρα κοντά μαλλιά και τσουλούφια να καλύπτουν το πρόσωπό του. Τα καστανά μάτια του ήταν έξυπνα και φαίνονταν σαν να έχουν πολλά να πουν. Θα είναι για πάντα ο καλύτερός μου φίλος. Χαμογελάσαμε ο ένας στον άλλον. Ένιωσα τόσο μικροκαμωμένη και άσχημη μπροστά στην δική του ομορφιά.

<< Πάμε μία βόλτα >> είπε και έγνεψε με το χέρι του προς κάτι δέντρα.

Περάσαμε τα δέντρα, όπου ο ήλιος φαινόταν αχνός μέσα από τις φυλλωσιές. Το χώμα ήταν υγρό, και το γρασίδι είχε ακόμη τις πρωινές δροσοσταλίδες. Φτάσαμε σε μία παραλία, με ξεβρασμένα φίκια και βοτσαλάκια. Τα κύματα της θάλασσας ήταν μικρά και ήσυχα. Κάθισε σε έναν βράχο, και κούνησε το κεφάλι του μπρος-πίσω. Με ρώτησε γιατί ήρθα εδώ και όλα τα σχετικά. Μία πηγή για να ξεκινήσει η κουβέντα. Άρχισε να σκοτεινιάζει και η ώρα περνούσε πολύ γρήγορα. Μας διέκοψε το κινητό μου, που κουδούνιζε μανιασμένα μέσα στην τσέπη του τζιν μου.

<< Έλα, μπαμπά. Συγγνώμη που άργησα. Ναι, συνάντησα τον Τζέικ. Τι; Έρχομαι! >> απάντησα στο τηλέφωνο. Οι τελευταίες λέξεις του με αναστάτωσαν πάρα πολύ. Όλο μου το σώμα κλυδωνήστηκε. Τα χέρια μου έτρεμαν, και αυτό ήταν αφορμή για τον Τζέικ, για να ρωτήσει τι συνέβη.
<< Η Πεγκ, η μητέρα μου! Πρέπει να πάμε αμέσως! >> φώναξα πνιχτά και ο Τζέικ με βοήθησε να σηκωθώ. Τρέξαμε και μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Πήγαινα πολύ γρήγορα, έτρεχα για να μάθω περισσότερες λεπτομέρειες. Αλλά το νοσοκομείο ήταν πολύ μακριά από την παραλία που ήμασταν.
<< Τι συνέβη, Τζέιν; Πες μου! >> προσπάθησε να μου πει ο Τζέικ μέσα στον δυνατό θόρυβο της μηχανής, επειδή πάταγα το γκάζι με όλη μου την δύναμη.
<< Να, η μαμά μου, καθώς κλάδευε τις τριανταφυλλιές στον κήπο, δέχτηκε επίθεση από κάποιο ζώο! Δεν ξέρουμε τι είναι. Ο μπαμπάς μου την πήγε στο νοσοκομείο, αλλά δεν είδε κάποιο ζώο. Του φάνηκε σαν άνθρωπος, σαν μία άλλη γυναίκα >> είπα τρομοκρατημένη προσπαθώντας να κρατήσω το τιμόνι σταθερό για την υπόλοιπη διαδρομή.
<< Αποκλείεται! Μία γυναίκα; >> ρώτησε ξαφνιασμένος ο Τζέικ.

Δεν απάντησα. Τώρα με έκαιγε όλο μου το σώμα για να τρέξω στο νοσοκομείο. Μόλις φτάσαμε, κατέβηκα γρήγορα από το αμάξι και το κλείδωσα βιαστικά. Ήθελα να προλάβω. Αλλά τι να προλάβω; Θα πάθαινε κάτι κακό η Πεγκ; Δεν θα προλάβαινα να την δω ζωντανή; Τι να προλάβω; Αναρωτήθηκα ξανά και ξανά. Δεν ήθελα να φανταστώ τι κακό μπορούσε να πάθει. Μπήκαμε μέσα στο νοσοκομείο. Μεγάλο, με άσπρους τοίχους με γκρι πλαστικές καρέκλες κολλημένες πάνω τους. Μύριζε οινόπνευμα. Δεν μου άρεσε όλος ο χώρος. Εντόπισα τον Λάρι να στέκεται όρθιος και να κοιτάζει αγχωμένος μέσα από τα στόρια ενός δωματίου. Πρόσεξα ότι στην πόρτα του δωματίου, κρεμόταν μία μεταλ-λική ταμπέλα που τα γράμματα επάνω της εννοούσαν ότι ήταν δωμάτιο εγχειρίσεων.

<< Μπαμπά! Δωμάτιο εγχειρίσεων; Τι συνέβη; >>τον ρώτησα λαχανιασμένη.
<< Είχα πάει να αγοράσω φαγητό για να κάνουμε δείπνο όλοι μαζί το βράδυ, και όταν πάρκαρα το αμάξι είδα μία ανθρώπινη σκιά να τρέχει πίσω από το μονοπάτι στο δάσος. Η μαμά σου ήταν πεσμένη στο έδαφος και είχε μία δαγκωνιά στον λαιμό ίδια με δαγκωνιά ζώου. Οι γιατροί είπαν ότι έχει δηλητήριο. Πήραν δείγμα και το εξετάζουν. Τώρα προσπαθούν να ράψουν την πληγή που της έκανε το μυστηριώδες ζώο >> εξήγησε.

Ανυσήχησα με τα λόγια του, και νευρίασα με το ζώο που το έκανε αυτό. Και τώρα τι; Αν έμεινε στο δάσος και είναι κοντά σε ανθρώπους; Αν δαγκώσει κι άλλους; Θα γίνει καλά η Πεγκ; Σοβαρά προβλήματα είχα, και σκόπευα να κυνηγήσω το θηρίο που το έκανε αυτό στην μαμά μου, την Πεγκ.
InspiredFlame
InspiredFlame
Admin

Αριθμός μηνυμάτων : 300
Points : 389
Ημερομηνία εγγραφής : 31/08/2010
Ηλικία : 28
Τόπος : ιn my drεαmς

https://e-teen.forummotion.com

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή

- Παρόμοια θέματα

 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης